Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Το κόμπλεξ του ρεαλισμού

Είμαστε ορφανοί ήχοι σ’ ένα σκάκι χωρίς τη βασίλισσα.
Περνάμε ξυστά αλλά φεύγουμε μ’ ένα κρότο.
Μένει το βούισμα κι η αίσθηση του φόβου.
Ποιός άνεμος τόλμησε τη πορεία του παιχνιδιού ν’ αλλάξει;
Τον ονόμασαν κυκλώνα και τον έβγαλαν τρελό.
Κι είναι η τρέλα αυτών των ανέμων δύναμη για ένα σκορ.
Φύσημα στο φύσημα δεν αλλάζει ο σκοπός.
Τους παίχτες να προλάβουμε, μη μας πάρουν στο λαιμό.
Κι όποιος πολεμά σ’αυτόν τον τόπο κουβαλά μαζί του κι όλο το θυμό των ανθρώπων.


Άνεμε σε σένα μιλώ.
Θα σε πουν παλαβό και νοητικά ισχνό.
Μα ποιός επαναστάτης δεν είναι τρελός;
Κι όμως, αγαπητοί συμπαίχτες,
είναι η τρέλα του που σας κρατάει εσάς στο χώμα αυτό.
Συγχωρέστε τη νιότη μου , σαν ανεμοστρόβιλος σας αποσυντονίζει.
Δε μασάω τους ρεαλισμούς σας, εγώ γεννήθηκα με τα μάτια προς τη δύση.
Κι αν ένας ρεαλιστής με αποκαλέσει ‘εκτός’
σαν άνεμος, το σκάκι της μοίρας μας θα διαλύσω.
Πού ειναι ο ρεαλισμός αγαπητοί συμπαίχτες;
Εκέι που αράζει το κόμπλεξ των δειλών!

Έρωτας και ψευδαίσθηση

Ανοικτό παράθυρο. Οσμή...
Κλείνεις τα μάτια κι ακούς κελαήδημα ζωηρό.
Μια μουσική κρουστών ξυπνά την ορμή σου.
Τύμπανα, χορεύεις σαν να πάλλεται το είναι σου.
Γεμίζεις με έρωτα ελεύθερο και μοιραίο.
Ανοίγεις τα χέρια τον ουρανό να αγκαλιάσεις.
Δεν ελέγχεις την ανάσα σου, δίνεις ηδονή στο μυαλό σου.
Δε σε νοιάζουν οι άνθρωποι γύρω σου αλλά τους αγαπάς μ’ όλη σου την τρέλα.
Τύμπανα..Αφήνεσαι..Χορεύεις...Τρελλαίνεσαι...
Ξυπνάς! Ποιός κλαίει?
Σε σπρώχνει στην άβυσσο, την ελευθερία σου να κλέψει.
Διαλέγεις. Το χορό ή τον έρωτα...

Κλείνω τα μάτια. Ο χορός βρίσκεται στο αίμα μου, ο έρωτας στο μυαλό μου.
Τσιγγάνικα τύμπανα σκοτώστε τη ψευδαίσθησή μου.
Θέλω ελεύθερη να ζω, μακριά από εξαρτήσεις.
Κάποιος φωνάζει...’Χωρίς αυτές, πώς θα ζήσεις! Χωρίς αλάτι?’
Συνεχίζω το χορό μου.
Καλύτερα ελεύθερη κι ανάλατη παρά δούλα σε χρυσές σκέψεις.
Ο ρυθμός φουντώνει. Στο κρεβάτι του πόθου η αλήθεια αγρειεύει.
Και σε έχω? Και μπορώ να σε φθάσω?
Τύμπανα...Αφήνεσαι...Χορεύεις...Τρελλαίνεσαι..
Φύγε, πέταξε, προσπέρασε, μάθε, ψάξε......


Ανοίγω τα μάτια. Κλείνω το παράθυρο.
Με το μυαλό μου, έρωτα κάνω στα μάτια σου.
Με το μυαλό μου θα σε σβήσω.
Με το μυαλό μου θα σε εγκαταλείψω.
Αλλά με το χορό μου την αλήθεια θα βρω,
με τα χέρια ανοικτά και το πρόσωπο στον ορίζοντα.
Κι όταν σταματήσουν τα τύμπανα
θα αρχίσω πάλι απο την αρχή να ονειρεύομαι....

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Ρυθμός και Σιωπή

Στο ρυθμό του ρολογιού, στου στήθους την ανάσα,
στον αισθησιακό κτύπο μειλίχιας αγάπης,
βυθίζομαι...
Μεταξύ των κενών η συνείδηση μιλά,
εκεί που ο ήχος διεισδύει στον ιστό της υπάρξεώς μας
και χάνεται από τα φανερά,
ελισσώμενος στο κέντρο του σύμπαντος σταδιακά.
Μεταξύ των δύο αμαρτωλών φουγάρων
θα αντιληφθείς την ποταπότητα της άστατης ζωής.

Ακούω τους κτύπους, δυνατά σαν να με τρυπάνε βέλη...
Πρώτος κτύπος ,γδαρμένα εξαυλωμένα σώματα...
Δεύτερος κτύπος ,στου ξενυχτιού οι πιο κρυφές αμαρτίες...
Τρίτος κτύπος ,γέλια με φθηνά αστεία...
Συχνότητες ψηλές, κάθε κίνηση ηφαίστειο που ξυπνά.

Μα με ‘πιασε ανία τους ήχους να κεντώ, την επιδερμική φαντασία ν’ ακολουθώ.
Σιωπή.Ανάμεσα στους κτύπους η σιωπή.
Αυτή η αρχοντική αβροσύνη που γεύομαι σα χάδι στο εφηβικό μου ξημέρωμα.
Σιωπή.Σαν παιδικός έρωτας, στο κύμα την αύρα μου πραύνω.
Σιωπή.Στου εξευμενισμένου έρωτα η ζωική χαμέρπεια σαν αδειάσει ,
θα σου δώσω ένα φιλί τόσο απλό,όσο είναι το βύζαγμα της μάνας.

Μή γυρίσεις πια, δίσμοιρη κι αγοραία αμαρτία,
έχασα πια,στο βλέμμα ξεγελάστηκα απο τους κτύπους,
την σιωπή αγρικω με νηφάλιο το κορμί.
Και βλέπω την άγρια μου φύση να εκμηδενίζεται.
Έχασα ,σαν δεν διαισθάνθηκα το άκουσμα της απλότητας.
Χάθηκα στους κτύπους και στη φασαρία,
Στα γρήγορα λουτρά, στο έντονο αποκύημα φαντασίας...
Στην άγρια αίσθηση εξουσίας,στο δυνατό ένστικτο του ανθρώπου.

Μα ξέχασα το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσά τους,
Την πνευματική αταραξία,τη ψυχική γαλήνη,τον ήπιο έρωτα,
Το αργό χάδι,το απαλό άγκιγμα της ανάσας στο στήθος.



Στου ρολογιού τους δείκτες ο μεταλλικός ήχος σαν εξομολόγηση μοιάζει,
ο Θεός με την ρομφέα του τα πρόστυχα φτερα κτυπά
δίνοντας μια προσευχή μετάνοιας για να εξοστρακίσω σατανικές ανάγκες.
Οχλαγωγία.
Στου ρολογιού τους δείκτες, εκεί που ο χρόνος σταματά...
Εκεί που ο κτύπος της καρδιάς εξασθενεί...
Κι όλο το σύμπαν κρατάει την αναπνοή,
Εκεί, θα βρω τον εαυτό μου και στην κάθαρση θα μετουσιωθώ.

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Ελλαδα

Χύνεσαι στους δρόμους σα Μπουμπουλίνα με άθλια ρούχα και ξεριζωμένη τη καρδιά
Δε σου ‘μεινε άλλος δρόμος απο το να πουλήσεις το σώμα σου ,σαν πόρνη χωρίς άλλη μιλιά
Η φωνή σου βράχνιασε απο της κρεπάλης τον αστικό μαζωχισμό
Κάποιοι εξευτελισμένοι απολαμβάνουν με χέρια ξένα τη δροσιά στα ευρώ
Κι όταν ο ιωαννίδης ακόμα υπάρχει στο χώμα αυτό
Πώς περιμένεις ο Σωκράτης με τη δημοκρατία να παίζει ταρώ?
Σε βιάζουν ανόητη ξανθιά και εσύ τραγουδάς τους ηλίθιους παιάνας
Στο στήθος θα σου καρφώσουν το σταυρό και εσύ ακόμα θα προσκυνάς τους ‘εφραιμάδας’
Στου βρυχηθμού του κανενός στους πάτρονές σου σκύβεις με πίσω την πλάτη
Θα ζητήσεις μετά απο τα πρεζόνια σου να σου δανείσουν κανένα ρεμάλι
Το ήθος σου διαπραγματεύονται και εσύ καθαρίζεις κρεμμύδια
Στου θανάτου σου γενέθλια κάνουν και ασχολείσαι με τα νύχια και τα φρύδια
Πώς πας να ξεχάσεις το ύδωρ της γεννήσεώς σου και με καμάρι σκοτώνεις τον πατριωτισμό σου
Βγες στους δρόμους μήπως σε ακούσουν στα Σόδομα το θυμό σου να μην ξεχάσουν
Του Πλάτωνα το στόμα μή κτυπάς ,είναι ο μόνος που τον πόνο σου θα καταλάβει
Μή κόβεις τούφες από τα μαλλιά σου ,είναι το μόνο ,όμορφή μου θάλασσα ,που σου έχει απομείνει...

Μέθη της αξιοπρέπειας

Γλυκειά μου μέθη, αόρατη μου φίλη ,τη ψυχή μου σαν στολίδι φροντίζεις.
Την αλήθεια μου κανείς δεν μπορεί να καταλάβει κι είναι η διαπίστωση αυτή μια ακόμη τεράστια μοναξιά
.

Στηρίγματα αδιάφορα με τζάκια φυλαγμένα κι όμως στη χαράδρα ακόμα εγκλιματιζομαι
.

Τις σταγόνες σου μόλις φέρω στην ανάρμοστη ιστορία μου,
-στα κύτταρά μου πλέεις –
ακούς την ανάσα μου βαριά, σαν του ποταμού την εξιστόρηση
.

Απελευθέρωσε τον πόνο μου μέχρι την νάρκη να φθάσω,
ίσως τότε να μπορώ κάποιον να ξεχάσω
.

Θα ανοίξω τα φτερά μου το σκοτάδι μου να απλώσω,
στα στήθια μου το φως να αφήσω να με καιει
.

Ξέσπασε κυρά μου στης μέθης το τραγούδι και μή σε νοιάζει ο παρωδικός εξευτελισμός
.

Ξέσκισε τα αδειανά σου ρούχα και πέτα τα στους άλλους ,τους επιστήθιούς σου, που την κραυγή σου δε θα ακούσουν
.

Άσε τη γύμνια σου για τη φτήνια αυτού του κόσμου, να αντανακλάς όλη τους την αμαρτία ,κουβαλώντας τη φθορά του ψέματός τους
.

Οι άλλοι ,οι ‘αξιοπρεπείς’ , οι διακριτικοί αλαζόνες, τα κεφάλια τους θα κουνάνε με αποστροφή
.

Η αποδοκιμασία τους θα γίνει τροφή, στα πανάκριβά τους παπούτσια κλάψε με φωνή γοερή
.

Μέθυσε στην αξιοπρέπεια τους και χόρεψε στην αισιοδοξία τους
.
Κόρη της αλήθειας και της πλάνης, της προσευχής και του σκοταδιού,
άδραξε του μέλλοντός σου το στιγμιαίο λάθος
.

Στα κουστούμια τους μικρές ψυχές καίγονται και στις γραβάτες τους σπίτια χαλάνε.
Μόνο τα μάτια τους μείνανε αγέρωχα , σα σπίθα στο κενό
.

Μέθησε ακόμα κι άλλο , μέσα τους να συγκρουστείς, γιατί σ’ αυτό τον κόσμο
η αληθινή αξιοπρέπεια έχει πια χαθεί.

Make-up

Μέσα στον αναστεναγμό του καθημερινού αγωνα χτίζουμε όνειρα μπλεγμένα σε κουτιά ,
οργανωμένα αριθμητικά χωρίς άσκοπες περιφρασιολογίες.

Σαν έσπασα τα όριά τους, βρέθηκα αντάμα με την μόνη αλήθεια της νύχτας, το χάος,
απέραντη ανάγκη για γραμμές και σχήματα στο αέρινο αίσθημα φόβου.

Κάθε βράδυ , πριν κοιμηθώ θα ονειρευτώ ενα χάδι ,
απλά ένα στοργικό άγγιγμα που θα με κάνει να νιώσω πιο δυνατή κι από τον θάνατο.

Μα όταν ξυπνήσω το πρωί θα βάλω και παλι το make-up αισιοδοξίας,
θα περιφράξω τα μάτια μου με μολύβια φιλοδοξίας ,
θα πουδράρω τα μάγουλα της απόλυτης ευτυχίας
και θα απλώσω απλά και αισθησιακά το κραγιόν μαλακίας.

Στα τακούνια της απόλυτης κυριαρχίας θα επιδείξω τη ψυχική δύναμη που φυλάει η άποψή μου,
διαμέσου του στενού μακριού μου φορέματος θα δηλώσω την ανθρώπινη γοητεία
και στις δικτυωτές ζαρτιέρες θα επαναφορτίσω τη ζωική αναισθησία.

Περπατώ σ’ ένα δρόμο ανεξαρτησίας χωρίς να απολαμβάνω το αιθέριο της δυσαρμονίας ,
ένα –ένα βήμα ήχος πονεμένης ευαισθησίας,
όλο το σύμπαν προσκυνά τη γυναικεία μου γαλουχία.

Κι όταν τα όνειρα σβήσουν και σταματήσω πια να γυρεύω τα άπιαστα ,
θα πιαστώ ξαφνικά στα εγκόσμια, σε ένα κρεβάτι που δε μιλάει και μια λάμπα που δεν κοιτάει.

Όταν το αγαπημένο μακιγιάζ φύγει, θα φύγουν και τα όνειρα μου μαζί με τα φώτα αδυσώπητης ηδονής.
Απομένω μόνη με το ταβάνι εραστή , να χύνω δάκρυα για τη θύμηση μιας ευχής.

Δε θα σβήσω τα φώτα γιατί όλα θα γίνουν φανερά, δε θα σβήσω τη μουσική, γιατί όλοι οι ήχοι θα αρχίσουν να μου μιλάνε.

Απλά θα ξαπλώσω και θα προσευχηθώ το πρωί να είμαι ακόμα ζωντανή ,
να ικανοποιώ τη φαντασία μου πως κάποιος με αγκαλιάζει για να μη φοβάμαι.
Αλλά βλέπεις αυτές είναι γενεσιουργίες της νυχτός, το μακιγιάζ ποτέ δεν επιτρέπει τέτοιου είδους αδυναμίες.

Μή ρωτάς γιατί όταν κοιμάμαι τις νύχτες μαζί σου ποτέ δεν πλένω το πρόσωπό μου ,
ούτε γιατί το πρωί σε κοιτάω σαν ξένο.
Έτσι είναι η πορεία της σεξουαλικότητάς μου, έτσι παίζεται το παιχνίδι.

Μόνο μη μου σβήνεις τα φώτα,
μη με γυμνώνεις ,
μη με αφήσεις να νιώσω αληθινή.
Νιώθω ασφαλής να κρύβομαι πίσω απο το sexy-wild make-up μου.