Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Θύελλα




Πέταξε ακόμα ένα κούτσουρο στο εσωτερικό του τζακιού και αναστέναξε. Ο καιρός  θύμιζε όλα εκείνα που έκρυβε στη ψυχή του , όλα εκείνα τα ανείπωτα που τον οδήγησαν σε αυτή τη φυλακή. Η θύελλα αγρίεψε απότομα , σαν σπαρακτική κραυγή μιας απατημένης γυναίκας. Γύρισε το κεφάλι του και αγνάντεψε το οριακό απέραντο της στεριάς. Του έλειπε η θάλασσα. Ήταν απόλυτα , μή οριακά, απέραντη. Είχε κάτι το μελαγχολικό, το άγριο, το παθιασμένο , ίσως και το ανυπότακτο. Θύελλα έξω, θύελλα και στη ψυχή του.


Αύριο θα έκλεινε τα πενηντακοστά του χρόνια κι ακόμα αισθανόταν παιδί. Πώς πέρασαν τα χρόνια! Άπληστα , δύσμορφα χρόνια, που τυράννησαν τον δημιουργικό οίστρο ο οποίος διψούσε για καινούριες περιπέτειες. Η μόνη περιπέτεια, υπήρξε εκείνη. Η Βερόνικα. Άρπαξε ακόμα ένα κούτσουρο όπως θα άρπαζε τους γοφούς της μοιραίας εκείνης γυναίκας που του άναψε τον καημό και την οδύνη. Αναστέναξε. Του λείπει, όπως και η θάλασσα. Κοίταξε το πιάνο που στεκόταν περήφανα αλλά και μοναχικά, πιο πέρα από το τζάκι. Πόσο άκαρδος ήταν μαζί του. Η θύελλα αφήνιασε . Ακουγόταν σαν μουγκρητό ενός πληγωμένου λέοντα. Εγκατέλειψε το τζάκι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα , στρέφοντας το βλέμμα του, στον τρίτο μεγάλο του έρωτα: τη μουσική. 


Άγγιξε το πλήκτρο  της μεσαίας ντο και χαμογέλασε. ‘Ανάθεμά με! Θύελλα! Θύελλα του Μπετόβεν’. Αυτό σκέφτηκε και έφυγε τρέχοντας προς το μέρος της βιβλιοθήκης που στόλιζε το αριστοκρατικό , πλην ζεστό, του σπίτι . Χαίδεψε απαλά το ξύλο που υποβάσταζε τα βιβλία . Έμοιαζε σαν να έκανε έρωτα με το προσχέδιο του αληθινού έρωτα. Σαν προκαταρκτική αίσθηση του τρυφερού κι ακράτητου έρωτα  που τον περίμενε στη γωνιά για να μπει στο ψητό. Πλησίασε με το βλέμμα του το τμήμα των παρτιτούρων του κλασσικισμού. Έσυρε το χάδι του από την μία άκρη της σειράς, μέχρι την άλλη και προσπάθησε να εστιάσει την προσοχή του στο γράμμα Μ.  Ήταν όλα συγυρισμένα και ταξινομημένα με βάση το όνομα του συνθέτη. Κι όμως, πόσο περίεργο! Ταξινομημένα βιβλία σε μια ασύστολα άτακτη ζωή. ..Θάλασσα. Βερόνικα. Μουσική. ‘Μπετόβεν! Να ‘την ! Τη θύελλα του Μπετόβεν!’ Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και το χούφτωσε κυριολεκτικά όπως θα έκανε σε μια ερωμένη της μιας βραδιάς. 


Κατευθύνθηκε απευθείας προς το διπλανό δωμάτιο, όπου στεκόταν αγέρωχα το στιλβωμένο ξύλινο κατασκεύασμα της ηδονής. Ένα καφέ πιάνο του τοίχου, με γυαλιστερό δέρμα και καθαρή υφή. Πέταξε το ρούχο που σκέπαζε τα πλήκτρα, τοποθέτησε με ένα περίεργα μανιώδη μορφασμό το βιβλίο μπρος στην ίδια ευθεία των ματιών του, και αναστέναξε. Αυτή την φορά δεν θα τοποθετούσε άλλο κούτσουρο στο τζάκι. Δεν χρειαζόταν. Ήταν ήδη ξαναμμένος, σχεδόν ασφυκτικά πυρωμένος. Τοποθέτησε τα κοκκαλιάρικά του δάκτυλα στο πιάνο που έμοιαζαν με εκείνα τα μακριά ράμφη του Ραχμάμινοφ. Και άρχισε η μελωδία. Η μελωδία της θύελλας του Μπετόβεν. Χαίδευε τα πλήκτρα τόσο αισθησιακά  , που νόμιζε πως στεκόταν η Βερόνικα δίπλα του γυμνή , έτοιμη να φθάσει σε αμείλικτο οργασμό. Αυτή η αδυσώπητη αίσθηση ακαταμάχητου έρωτα, τον αποπλάνησε, τον αποτρέλανε όπως κανένας δεν μπορούσε να τον  παρασύρει. Έκανε έρωτα με τα πλήκτρα και ήταν έτοιμος να ταξιδέψει στη θύελλα της θάλασσας. 


Τότε που ήταν καπετάνιος στο μεγαλύτερο πλοίο του νησιού, τότε που ταξίδευε σε άλλα νησιά και μέρη και γνώριζε όμορφες κόρες . Τότε που τα βράδια κοιμόταν στο πλάι των ερωμένων. Μέχρι που γνώρισε τη Βερόνικα, την όμορφη κορασίδα από τη Σλοβακία. Τα δάκτυλά του χοροπηδούσαν, ψηλά, χαμηλά, στα πλήκτρα του κορμιού της. Τότε που ο έρωτας δεν ήταν στατικός ούτε υποδηλωνόταν μέσα από το ιερό πρίσμα του γάμου. Η μελωδία πηγαινοέρχεται από το δεξί στο αριστερό χέρι, όπως τότε που εκείνη πηγαινοερχόταν στο πλοίο απλά για να ενώνεται μαζί του. Τότε που το κορμί της παλλόταν στα χέρια του σαν δυνητικές οκτάβες ενός βάναυσου φορτίσσιμο. Η κύρια μελωδία επανέρχεται και η τρυφερή απόδοσή της, μοιάζει με τον απαλό λαιμό της πληγωμένης εκείνης γυναίκας που του άλλαξε τη ζωή. Τρυφερότητα εναλλάσσεται μαζί με το πάθος, στα άσπρα και μαύρα πλήκτρα της Ρε ελάσσονας. Δεν μπορεί πια να αναστενάξει. Αναστενάζει το πιάνο του . Αναστενάζει το κορμί της. Αναστενάζει η θάλασσα. Αγριεύει η θύελλα. Ένα μυστήριο πέπλο απλώνεται απότομα ενώ στο επόμενο λεπτό ξεκινούν οι θύελλες να κατακλύζουν το κορμί του. Και ωρύεται σαν αχόρταγος καρχαρίας. Θέλει να κατατεμαχίσει το κορμί της, θέλει να σπάσει τα πλήκτρα.


Ο ήχος σταματά. Απότομα. Τα πλήκτρα σωπαίνουν. Τα δάκτυλα σαν συλφίδες γυναίκες χορεύουν διακριτικά πάνω στο πόδι του πλασματικά άρρωστου ανθρώπου. Αυτές οι κομψές εκδοχές του έρωτα , έκλεισαν για πάντα το στόμα τους. Ακούγεται μονάχα ο ήχος των κούτσουρων που τραγουδούν απαλά μέσα στην αγκαλιά της μικρής πυρκαγιάς που δεν μπορεί να απλωθεί παντού όπως θα ήθελε. Την περιορίζει το τούβλο, την περιορίζει η γραμμή του τζακιού, την περιορίζουν τα πρέπει. Τα πρέπει εκείνα που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Βερόνικα. Αναστέναξε και κάρφωσε με το βλέμμα του την παρτιτούρα. Η θύελλα κόπασε. Η μουσική σώπασε. Τα δάκτυλα πάγωσαν. Η θάλασσα έπαψε. Η Βερόνικα έφυγε. Τα κούτσουρα έλιωναν σιγά σιγά, γίνονταν στάχτη. Άγγιξε την παλάμη του στο στήθος και πόνεσε. Πόνεσε η σιωπή.

 Άκουσε τον ήχο ενός αποκρουστικού αλλά και γνωστού θορύβου. Το κτύπημα της πόρτας. Γύρισε το κεφάλι του. Η θύελλα , η μουσική, η θάλασσα, η Βερόνικα……..


‘Αγάπη μου, καλό σου βράδυ. Πολύ ωραία η μουσική σου’


‘Σε ευχαριστώ Μαρία. Έρχομαι σε λίγο.’


Έκλεισε το πιάνο του αργά και βασανιστικά. Πήγε και κοιμήθηκε πλάι στο προσκέφαλό της γυναίκας