Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Το κόψιμο της πανακότας

Mία αφορμή γυρεύουν για να μοιράσουν την πανακότα.
Μα δεν μπορείς να δεις την απληστία τους.
Βυθίζεται στα γυαλιά ηλίου.
Κάθεται η μικρή Ελλάς και μοιρολογεί την παλιά της δόξα.
Τα πιόνια καθοδηγούνται φοβισμένα από τρεμάμενα χέρια.
Κόλαφος αυτό το παιχνίδι!
Ο ‘εχθρός’ σφίγγει τα δόντια.
Νομίζεις πως το σκάκι παίζεται για δύο;
Μή γελιέσαι!
Δες την φιγούρα που διαφαίνεται στο προσκήνιο.
Ένας άγνωστος κουστουμιάς γνέφει στον οχτρό.
Τα πιόνια του είναι προσοδοφόρα, τα δικά μας τους είναι σχεδόν άχρηστα.
Να θυμάσαι Ρωμιέ!
Σ’ αυτό το παιχνίδι είναι πιο επικίνδυνοι οι φίλοι παρά οι εχθροί.
Γράφει το σενάριο ο μεγιστάνας φίλος και το εκτελεί ο αφελής εχθρός.
Κι εμείς πιο αφελείς που αγριευόμαστε ομαδικός στον συνταξιδιώτη και όχι στον αγωγιάτη.
Ρύβδην ρέει η ποταπότης!


Εξεγέρθη ο λαός!
Η βόμβα έσκασε στον οχτρό.
Και οι εφημερίδες των επιχειρηματιών το ανήγγειλαν μία μέρα πριν.
Απέκτησαν και μαντικές ικανότητες εκτός από συνδιαλεκτικές!
Και σε ρωτάω αγαπημένε βιοπαλεστή:
Πώς τροφοδοτούνται τα σενάρια τους;
Με το πάθος σου, με την συναισθηματική μου έκρηξη, με τη θόλωση της λογικής.
Εθνικισμός!
Και πώς το πολεμάμε αδερφέ;
Μάθε το παρελθόν, παρακολούθα το παρόν με ανοιχτό το μυαλό και κλειστή την καρδιά.
Αν γουστάρεις να είσαι το πιόνι ακολούθησε τον κραδασμό.
Αν πάλι τολμάς, κίνησε τον εαυτό σου χωρίς εξωτερικές επιδράσεις.
Τολμάς;
Τολμώ;
Σαν κοπεί η πανακότα και χαθούν αμέτρητες ψυχές, να θυμάσαι:
Είχες κι εσύ μερίδιο ευθύνης σ’αυτή τη σφαγή....

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Η κηδεία των μουσών

Απόψε έθαψα τα μάτια σου.
Μου άφησαν το φέρετρο στην πόρτα.
Η κηδεία ήταν λιτή.
Δε θα υπάρξουν μνημόσυνα.
Διακοσμητικές λέξεις δε θα σωθούν.

Άρνη, πάρε με στο βυθό
με της λησμονιάς το νερό να πνιγώ.
Γαίας κι ουρανός σε καταράζονται.

Κι εσύ Ερατώ, πάψε να τραγουδάς!
Της Μελπομένης το μοιρολόγι άκου...
Νεράιδα των μάταιων ερώτων σώπασε επιτέλους!
Χόρεψε μαζί μου το τραγούδι της Ευτέρπης...

Κατάρα.
Τρέφονται από το αίμα μου.
Βρικολάκιασα.
Ηδονή ,παλιά αγαπημένη πού αλωνίζεις;
Με κατασπαράζει το αμείλικτο τους βλέμμα.
Διαολίζεται ,
δρασκελίζει το στενό,
στην κρεβατοκάμαρά μου αγριεύει.

Όλες μαζεμένες με περιγελάνε.
Για ποιόν να ‘ναι η κωμωδία;
Ούτε τόξα κουβαλά ,μήτε είναι χαριτωμένος.
Σαν φόνισσα μοιάζει,
σαν σαδίστρια φοράδα.

Εσείς που καθοδηγείτε τη ψυχή μου,
κρύψτε το χάος μου σε ένα νεκροταφείο,
μαζί με τα ανελέητα μάτια του.
Όμορφες και αχαλίνωτες μου μούσες,
κλέψτε την καρδιά μου.
Άλλο θρήνο δε θ’αντέξει.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Ποίηση, η ίδια η ζωή....

Η ποίηση...
Η μή ρυθμική αντιπαλότητα.
Ακανόνιστη.
Ανισόρροπη γυνή, ανεξέλεγκτη κραυγή.
Άπιαστη πόρνη.
Μινιμαλιστική καντάδα της θλίψης.
Άγευστος ρομαντισμός, άνοστη κορασιά.
Παράφωνη και λερωμένη σεμνότητα.
Μια φωλιά για ερπετά.
Δε δοξάζει την ομορφιά.
Δε ποθεί τα σουρεαλιστικά.
Δεν τη θέλω ελκυστική.
Να είναι μονάχα αληθινή.
Με τα μάτια στο κέντρο της.
Ποίηση, η ίδια η ζωή...
Σκοτεινή.
Στο τέλος ρίξε μια φλόγα να παλέψω το θάνατό μας.
Σ’ αυτό το φως ελπίζω, γι’ αυτή την φυγή ακόμα παλεύουμε.
Ο έρωτας γι΄αλλαγή.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Γυναίκα

Κάποτε μ’απράξανε το κτήμα τους να γίνω,
σκόρπαγα ζωή μα από το έργο μου ήθελα να ξεφύγω.
Ξυπόλητη στον ήλιο τα παιδιά μου πονούσα,
οι αλυσίδες τους σημάδια στα χέρια μου αφήσαν.
Τον κλοιό θέλησα να σπάσω, μα με κάψανε με της ηθικής το πρόσχημα.
Μ’ ονόμασαν μάγισσα , μα αν ήμουν, ξόρκια θα τους έλουζα το μίσος τους να εξαφανίσω.

Στη βία των πολλών τις δημιουργίες μου φοβόμουνα ν’ ανακοινώσω,
είναι η γνώση αρσενική και το κλάμμα μου κρυφό.
Όμορφη σαν νεράιδα η κοινωνία με ποθούσε,
μα εγώ ήθελα περισσότερα, το λίγο δε μου αρκούσε.
Μ’ εγκλώβισαν σ’ ένα παραμύθι φτωχό,
σαν παθητική χαζούλα τον πρίγκιπα επίμονα να καρτερώ.
Γιατί πάντα στο μυαλό μου η Σταχτοπούτα τριγυρνούσε,
κι όσες φορές η Αμαζώνα μέσα μου γελούσε,
πάλι γυρνούσα στους ίδιους δρόμους που η μάνα μου , μου μιλούσε.


Για να αποκτήσω πρόσβαση στων φιλοσόφων τα στέκια
έπρεπε πρώτα να κοιμηθώ με άνδρες χίλιους δέκα.
Παλλακίδα, εταίρα, μάγισσα , χίλιες ονομασίες μου αποδώσατε.
Για να νιώσω ελεύθερη πρέπει το ήθος μου να αμφισβητείται.
Με μάθανε την αξιοπρέπεια της κοινωνίας με δέος να προσκυνάω,
τη δική μου όμως αξιοπρέπεια ποιός θα με μάθει ν’ αγαπάω;

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Άρια φυλή

Με ύφος γλαφυρό περπατάνε σαν ξεχαρδαβαλωμένες μπαταρίες.
Αν είσαι τυχερός μπορεί να σου ρίξουν καμμιά ματιά για να ελέγξουν της παρουσίας σου την ακρίβεια.
Χαρτοφύλακες με διασυνδέσεις φορτωμένους, κουνάν τις γραβάτες τους σα δικτάτορες πριν να βγάλουν λόγο.
Oh dear, oh dear!

Με βλέμμα στον ορίζοντα και πλάτη κορδωτή μετράνε τα νομίσματα και δίνουν υπογραφή.
Πιστεύουν πως ανήκουν στην Άρια φυλή , ορίζουν του κόσμου τη μελλοντική φωνή.
Μιλώντας στο κινητό επιδεικνύουν περίτρανα την πολυάσχολη τους ζωή, στα μάτια τους όμως αν προσέξεις, θα βρεις τη μίζερη τους φυλακή.
Oh dear, oh dear!


Και έρχονται οι όμορφες κυρίες με Gucci και κακόγουστα φορέματα που αξίζουν των γονέων μας το αιώνιο εισόδημα.
Πίνουν τσάι και αρχίζουν της ζωής τους το εγκόμιο.
Αν πας και εσύ αεράτος κι ελεύθερος , η κρύα τους ειρωνία θα σπάσει μέχρι της ραχούλας σου το τελευταίο κόκκαλο.
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους, η σεξουαλική ορμή πάσχει από εξόντωση.
Στο hall μας διακατέχει της σνομπαρίας το μάταιο.
Oh dear, oh dear!

Ακούς τον ήχο της φωνής τους πόσο απροσάρμοστος είναι,
Φτωχέ μου γείτονα έχω καταλάβει,
Πως του φαντασμένου η αλαζονεία δεν έχει εθνικότητα.
Oh dear, oh dear!