Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

ΦΡΙΚΤΗ ΜΑΜΑ

 Φρικτή μαμά 



Κάθε βράδυ κοιτώ τη φωτογραφία της . Ακόμη και τώρα, εκείνο το χαμόγελο μου ζεσταίνει τα πιο βαθιά σκοτάδια των φοβιών μου. Μα πρώτη και κυριαρχική φοβία; Μήπως δεν ξαναγυρίσει στη μητρική της αγκαλιά. Της μιλώ , αυτής της παγωμένης φιγούρας και την παρακαλώ γοερά να θυμηθεί τη βαθιά αγάπη που είχαμε η μια για την άλλη. Της μιλώ με ένα τρόπο λιτό, γλαφυρό και λυρικό. Σπασμωδικές κινήσεις , σκέψεις και διαθέσεις . Παίρνω τη φωτογραφία στην αγκάλη μου και ακούω τον ψίθυρό της να ζωντανεύει την ακοή μου . Ξεστομίζει εκείνη τη σύντομη φράση που με στέλνει από τον τάφο στη ψευδαίσθηση ζωής. ‘Μαμά σ’αγαπώ ‘. Πύρινα δάκρυα κυλούν στο δέρμα μου και με σκίζουν. Είναι τόσο παράξενο . Όσο πιο μεγάλος ο πόνος , τόσο πιο αμείλικτο και καυτό το δάκρυ. Νομίζω ότι όλα κλαίνε μέσα μου .Όλοι οι οργανισμοί που κατοικούν στο κορμί μου. 


Παντρεύτηκα πολύ μικρή και γέννησα το κοριτσάκι μου , όντας ευάλωτη και εύθραυστη , υπό την εξουσιαστική δυναστεία του συζύγου μου. Κάθε γροθιά στο στομάχι, με ένωνε ακόμη περισσότερο μαζί της . Κάθε φορά που εκείνος εκτόξευε βρισιές εναντίον μου, περισσότερο πείσμωνα , θέλοντας να της παραδώσω ένα φωτεινότερο μέλλον. Αυτό της άξιζε άλλωστε. Κι έτσι έφυγα μαζί με το παιδί μου απωθώντας όλες τις σκιές που άφησε η απουσία χρώματος στη ζωή μας. Ο φόβος, οι κακουχίες, οι φωνές και η αίσθηση της τρομοκρατικής λεκτικής επίθεσης παρασύρθηκαν στο ποτάμι της λήθης. Κάπου, σε κάποια γωνιά του μυαλού μου , ανασταίνονται οι αναμνήσεις κάποιες στιγμές, και σαν ζόμπι περιφέρονται εικονικά , ταράζοντας τη νηνεμία των παλμών μου. Για τρία χρόνια την μεγάλωνα στο πατρικό μου σπίτι με τη βοήθεια των γονιών μου, ενώ ο αιώνιος κακοποιητής ερχόταν δύο με τρεις φορές την εβδομάδα για να γαλουχήσει την παιδική της ψυχή , με το πατρικό πρότυπο της πατριαρχικής-φαλλοκρατικής δικτατορίας του. Το απόλυτο αρσενικό , που εξουσιάζει και καταδυναστεύει το επαναστατημένο θηλυκό ,εισχώρησε στο μυαλό της κόρης μου σαν αβάστακτη ιδεολογία .Την δηλητηρίαζε νυχθημερόν αυξάνοντας τις δόσεις κακίας και αποστροφής προς το πρόσωπό μου . Αυτός ο μιθριδατισμός εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μου, αλλά ήμουν τόσο πολύ απασχολημένη να γλύφω πληγές , που τον αγνόησα άθελά μου. Η ψυχοσύνθεση της δεκάχρονής μου κόρης κατακερματίστηκε ενώ ο χειριστικός του χαρακτήρας ελισσόταν υποχθόνια σαν φίδι πάνω στη σάρκα μας, και καταβρόχθιζε με εκείνη την υποβόσκουσα στρατηγική των άκαμπτων ανθρώπων, κάθε όργανο που μαραινόταν και σάπιζε μέρα με τη μέρα. Ώσπου εκείνη η καταχθόνια γλώσσα μας κατάπιε ολόκληρες . Τα ματάκια της στη φωτογραφία αποδεικνύουν πως κάποτε ήταν πραγματικά ευτυχισμένη –αν μπορώ με συνέπεια να προσδιορίσω την πραγματικότητα ή την ευτυχία. Τώρα, βλέποντάς την από μακριά να κρατά το χέρι του πατέρα της , αντικρίζω ουσιαστικά τον ίδιο τον Άδη στο βλέμμα της. Σκοτεινό, υπόγειο , μπερδεμένο, υγρό και εγκαταλελειμμένο βλέμμα που στοιχειώνει τον ύπνο μου.

 Χθες το βράδυ πάλι την ονειρεύτηκα. Την κρατούσα αγκαλιά ενώ φιλούσε με τα βελούδινά της χείλη το μάγουλό μου , κι αυτό έπαιρνε την ενέργεια της αγάπης της. Διακλαδωνόταν τότε παντού στο σώμα μου σαν χριστουγεννιάτικη αιώνια θαλπωρή μέσα στο ακατοίκητό μου κορμί. Γιατί έπαψα να έχω ψυχή από τότε που την άρπαξε ο πατέρας της για να με εκδικηθεί . Πώς τόλμησα, εγώ , απέναντι στον δυνάστη, να ανεξαρτητοποιηθώ και να κόψω τον ομφάλιο λώρο που με έδενε μαζί του! Σαν κακομεταχειρισμένος σωλήνας ,έρεαν όλες μου οι ανασφάλειες και οι ενοχές που μου είχε δημιουργήσει το απόλυτο αρσενικό. Και τώρα βλέπω το παιδί μου ,μακριά από την μάνα του,να πλέκει ιστορίες και να παραποιεί γεγονότα για χάρη του δικαίου της πυγμής. Η δικαιοσύνη του θύτη ‘προστατεύει’ το κακοποιημένο μου σπλάχνο.Ο ισχυρός δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί ή να δυσαρεστηθεί από το θύμα το οποίο με τη σειρά του εγκλωβίζεται στη χειριστική του μανία. Βλέπεις,θέλει απεγνωσμένα να έχει δίπλα της τον ‘ικανό,ιδανικό, τέλειο’ μπαμπά. Έτσι έχει φτιάξει τη φιγούρα του στο εύμορφο όραμά της που είναι έτοιμο να τσακίσει πίσω από τις βίαιες αναμνήσεις του παρελθόντος.Αυτή η αδήριτη ανάγκη της να πιστέψει σε αυτό το ψέμα, την αναγκάζει να πουλήσει το μόνο δεδομένοτης ζωής της: τη μητρική αγάπη. Αλλά η μάνα όσο και να ποδοπατηθεί, δεν θα σταματήσει να λατρεύει το παιδί της. Κι αυτό το γνωρίζει . 


Αγκαλιάζω τη φωτογραφία και ψελλίζω με κομμένη την ανάσα, σαν δρομέας που έφτασε στο τέρμα. ‘Παιδί μου, συγγνώμη’. Συγγνώμη που δεν σου χάρισα τον πατέρα που είχες τόσο πολύ ανάγκη. Συγγνωμη που σε πρόδωσα , παραδίδοντάς σου ένα πατέρα κακοποιητή . Συγγνώμη που δεν σε προστάτευσα όσο έπρεπε. Μα , ήμουν κι εγώ απροστάτευτη. Ήμουν κι εγώ , παιδί μαζί σου. Μάνα σου από τη μια που ορμούσε μπροστά στα χτυπήματα , μα και αδερφή σου από την άλλη, που έτρεμε μπροστά στη θέα του αδηφάγου τέρατος. Κι οι παλμοί μας ενώνονται, οι κτύποι δυναμώνουν.

 Πίσω από τη φωτογραφία , διαβάζω τα χαριτωμένα σου γράμματα , το μόνο που μου έμεινε από εσένα : ‘ Πάντα θα είμαι δίπλα σου μαμά. Με αγάπη πολύ, η κόρη σου’. Δεν σε άφησαν όμως κόρη μου, να κρατήσεις την υπόσχεσή σου. Ένα δάκρυ κάθεται πάνω στη λέξη ΜΑΜΑ. Κάτι μέσα μου αφυπνίζεται ,σαν ένα θηρίο ανήμερο που είναι έτοιμο να τα βάλει με δαίμονες για χάρη του παιδιού της. Η δική της ευτυχία, δικός μου προορισμός. Είναι η ώρα να γίνω επιτέλους ο φύλακας άγγελός της και να καθαρίσω το ζοφερό τοπίο της αυταπάρνησης. Οι επιστήμονες το λένε κάπως διαφορετικά: το ζοφερό τοπίο της γονικής αποξένωσης.

 Εγώ, κόρη μου, ο φρικτός γονέας στα μάτια σου, θα σπάσω αυτή τη σύγκρουση αφοσίωσης , αυτή την αλυσίδα που σου έβαλαν βίαια στα χέρια σου. Θα ανακόψω αυτή την παρανοική εξάρτηση που μετατράπηκε σε θηλιά στο λαιμό σου.Δεν έχεις υποχρέωση να προστατεύεις κανένα ενήλικα ψυχή μου, ούτε να γιατρεύεις τις πληγές τους , μήτε να εξαγοράζεις τη μοναξιά τους. Έχασες την παιδικότητά σου, ωρίμασες απότομα κι έγινες βράχος , κτίζοντας τείχη γύρω σου. Απόρθητο φρούριο που ματώνει μέρα με τη μέρα. Ακουμπώ τη φωτογραφία πάνω στο στήθος μου. Στο κέντρο της ψυχής μου. Εκεί όπου βρίσκεται θρονιασμένη. Σκουπίζω τα δάκρυά μου. Είμαι έτοιμη να μπω στη μάχη. Στο επανιδείν ψυχή μου. ‘Σ΄αγαπώ, συγγνώμη. Η φρικτή μαμά’.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Θύελλα




Πέταξε ακόμα ένα κούτσουρο στο εσωτερικό του τζακιού και αναστέναξε. Ο καιρός  θύμιζε όλα εκείνα που έκρυβε στη ψυχή του , όλα εκείνα τα ανείπωτα που τον οδήγησαν σε αυτή τη φυλακή. Η θύελλα αγρίεψε απότομα , σαν σπαρακτική κραυγή μιας απατημένης γυναίκας. Γύρισε το κεφάλι του και αγνάντεψε το οριακό απέραντο της στεριάς. Του έλειπε η θάλασσα. Ήταν απόλυτα , μή οριακά, απέραντη. Είχε κάτι το μελαγχολικό, το άγριο, το παθιασμένο , ίσως και το ανυπότακτο. Θύελλα έξω, θύελλα και στη ψυχή του.


Αύριο θα έκλεινε τα πενηντακοστά του χρόνια κι ακόμα αισθανόταν παιδί. Πώς πέρασαν τα χρόνια! Άπληστα , δύσμορφα χρόνια, που τυράννησαν τον δημιουργικό οίστρο ο οποίος διψούσε για καινούριες περιπέτειες. Η μόνη περιπέτεια, υπήρξε εκείνη. Η Βερόνικα. Άρπαξε ακόμα ένα κούτσουρο όπως θα άρπαζε τους γοφούς της μοιραίας εκείνης γυναίκας που του άναψε τον καημό και την οδύνη. Αναστέναξε. Του λείπει, όπως και η θάλασσα. Κοίταξε το πιάνο που στεκόταν περήφανα αλλά και μοναχικά, πιο πέρα από το τζάκι. Πόσο άκαρδος ήταν μαζί του. Η θύελλα αφήνιασε . Ακουγόταν σαν μουγκρητό ενός πληγωμένου λέοντα. Εγκατέλειψε το τζάκι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα , στρέφοντας το βλέμμα του, στον τρίτο μεγάλο του έρωτα: τη μουσική. 


Άγγιξε το πλήκτρο  της μεσαίας ντο και χαμογέλασε. ‘Ανάθεμά με! Θύελλα! Θύελλα του Μπετόβεν’. Αυτό σκέφτηκε και έφυγε τρέχοντας προς το μέρος της βιβλιοθήκης που στόλιζε το αριστοκρατικό , πλην ζεστό, του σπίτι . Χαίδεψε απαλά το ξύλο που υποβάσταζε τα βιβλία . Έμοιαζε σαν να έκανε έρωτα με το προσχέδιο του αληθινού έρωτα. Σαν προκαταρκτική αίσθηση του τρυφερού κι ακράτητου έρωτα  που τον περίμενε στη γωνιά για να μπει στο ψητό. Πλησίασε με το βλέμμα του το τμήμα των παρτιτούρων του κλασσικισμού. Έσυρε το χάδι του από την μία άκρη της σειράς, μέχρι την άλλη και προσπάθησε να εστιάσει την προσοχή του στο γράμμα Μ.  Ήταν όλα συγυρισμένα και ταξινομημένα με βάση το όνομα του συνθέτη. Κι όμως, πόσο περίεργο! Ταξινομημένα βιβλία σε μια ασύστολα άτακτη ζωή. ..Θάλασσα. Βερόνικα. Μουσική. ‘Μπετόβεν! Να ‘την ! Τη θύελλα του Μπετόβεν!’ Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και το χούφτωσε κυριολεκτικά όπως θα έκανε σε μια ερωμένη της μιας βραδιάς. 


Κατευθύνθηκε απευθείας προς το διπλανό δωμάτιο, όπου στεκόταν αγέρωχα το στιλβωμένο ξύλινο κατασκεύασμα της ηδονής. Ένα καφέ πιάνο του τοίχου, με γυαλιστερό δέρμα και καθαρή υφή. Πέταξε το ρούχο που σκέπαζε τα πλήκτρα, τοποθέτησε με ένα περίεργα μανιώδη μορφασμό το βιβλίο μπρος στην ίδια ευθεία των ματιών του, και αναστέναξε. Αυτή την φορά δεν θα τοποθετούσε άλλο κούτσουρο στο τζάκι. Δεν χρειαζόταν. Ήταν ήδη ξαναμμένος, σχεδόν ασφυκτικά πυρωμένος. Τοποθέτησε τα κοκκαλιάρικά του δάκτυλα στο πιάνο που έμοιαζαν με εκείνα τα μακριά ράμφη του Ραχμάμινοφ. Και άρχισε η μελωδία. Η μελωδία της θύελλας του Μπετόβεν. Χαίδευε τα πλήκτρα τόσο αισθησιακά  , που νόμιζε πως στεκόταν η Βερόνικα δίπλα του γυμνή , έτοιμη να φθάσει σε αμείλικτο οργασμό. Αυτή η αδυσώπητη αίσθηση ακαταμάχητου έρωτα, τον αποπλάνησε, τον αποτρέλανε όπως κανένας δεν μπορούσε να τον  παρασύρει. Έκανε έρωτα με τα πλήκτρα και ήταν έτοιμος να ταξιδέψει στη θύελλα της θάλασσας. 


Τότε που ήταν καπετάνιος στο μεγαλύτερο πλοίο του νησιού, τότε που ταξίδευε σε άλλα νησιά και μέρη και γνώριζε όμορφες κόρες . Τότε που τα βράδια κοιμόταν στο πλάι των ερωμένων. Μέχρι που γνώρισε τη Βερόνικα, την όμορφη κορασίδα από τη Σλοβακία. Τα δάκτυλά του χοροπηδούσαν, ψηλά, χαμηλά, στα πλήκτρα του κορμιού της. Τότε που ο έρωτας δεν ήταν στατικός ούτε υποδηλωνόταν μέσα από το ιερό πρίσμα του γάμου. Η μελωδία πηγαινοέρχεται από το δεξί στο αριστερό χέρι, όπως τότε που εκείνη πηγαινοερχόταν στο πλοίο απλά για να ενώνεται μαζί του. Τότε που το κορμί της παλλόταν στα χέρια του σαν δυνητικές οκτάβες ενός βάναυσου φορτίσσιμο. Η κύρια μελωδία επανέρχεται και η τρυφερή απόδοσή της, μοιάζει με τον απαλό λαιμό της πληγωμένης εκείνης γυναίκας που του άλλαξε τη ζωή. Τρυφερότητα εναλλάσσεται μαζί με το πάθος, στα άσπρα και μαύρα πλήκτρα της Ρε ελάσσονας. Δεν μπορεί πια να αναστενάξει. Αναστενάζει το πιάνο του . Αναστενάζει το κορμί της. Αναστενάζει η θάλασσα. Αγριεύει η θύελλα. Ένα μυστήριο πέπλο απλώνεται απότομα ενώ στο επόμενο λεπτό ξεκινούν οι θύελλες να κατακλύζουν το κορμί του. Και ωρύεται σαν αχόρταγος καρχαρίας. Θέλει να κατατεμαχίσει το κορμί της, θέλει να σπάσει τα πλήκτρα.


Ο ήχος σταματά. Απότομα. Τα πλήκτρα σωπαίνουν. Τα δάκτυλα σαν συλφίδες γυναίκες χορεύουν διακριτικά πάνω στο πόδι του πλασματικά άρρωστου ανθρώπου. Αυτές οι κομψές εκδοχές του έρωτα , έκλεισαν για πάντα το στόμα τους. Ακούγεται μονάχα ο ήχος των κούτσουρων που τραγουδούν απαλά μέσα στην αγκαλιά της μικρής πυρκαγιάς που δεν μπορεί να απλωθεί παντού όπως θα ήθελε. Την περιορίζει το τούβλο, την περιορίζει η γραμμή του τζακιού, την περιορίζουν τα πρέπει. Τα πρέπει εκείνα που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Βερόνικα. Αναστέναξε και κάρφωσε με το βλέμμα του την παρτιτούρα. Η θύελλα κόπασε. Η μουσική σώπασε. Τα δάκτυλα πάγωσαν. Η θάλασσα έπαψε. Η Βερόνικα έφυγε. Τα κούτσουρα έλιωναν σιγά σιγά, γίνονταν στάχτη. Άγγιξε την παλάμη του στο στήθος και πόνεσε. Πόνεσε η σιωπή.

 Άκουσε τον ήχο ενός αποκρουστικού αλλά και γνωστού θορύβου. Το κτύπημα της πόρτας. Γύρισε το κεφάλι του. Η θύελλα , η μουσική, η θάλασσα, η Βερόνικα……..


‘Αγάπη μου, καλό σου βράδυ. Πολύ ωραία η μουσική σου’


‘Σε ευχαριστώ Μαρία. Έρχομαι σε λίγο.’


Έκλεισε το πιάνο του αργά και βασανιστικά. Πήγε και κοιμήθηκε πλάι στο προσκέφαλό της γυναίκας 

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Η τέχνη του κουτσομπολιού........(άρθρο)

Πολλές τέχνες διέπουν τη ζωή μας οι οποίες αναπτύσσουν το πνεύμα, την δημιουργικότητα, την φαντασία και την ευαισθησία. Τέτοιες τέχνες θα θεωρούσαμε πως συνυπάρχουν με το ανώτερο εκείνο ον που ακόμα δεν καταφέραμε να φθάσουμε. Η μουσική, η λογοτεχνία, το θέατρο, η ποίηση και η ζωγραφική αποτελούν μέρος αυτού του καλλιτεχνικού πυρήνα που εξουσιάζει κυρίως τον κόσμο ενός καλλιτέχνη. Ας τολμήσουμε όμως, να παραβούμε τον κανόνα και να εστιάσουμε την προσοχή μας στην αρνητική πλευρά ενός άλλου είδους τέχνης , το επονομαζόμενο κουτσομπολιό. Λογικά, θα ερωτηθείτε: ''Το κουτσομπολιό θεωρείτε τέχνη;'. H απάντηση είναι απλή. Η τέχνη είναι έκφραση και ταλέντο, ενώ συγχρόνως, αποτελεί μια ανάγκη διαφυγής από την καθημερινότητα, η οποία οδηγεί στην ψυχική ανάταση και ανάπαυση από τον πόνο του παρόντος. Γι' αυτό εξάλλου και οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι διακοσμημένοι πάντοτε με τις τετριμμένες έννοιες του ''καταθλιπτικού , ψυχωτικού και πονεμένου''. Το κουτσομπολιό λοιπόν , δεν απέχει παρασάγγας από τον κόσμο της τέχνης.




Είναι ένα είδος έκφρασης η οποία ασυζητητί επιδιώκει να ταράξει την προσήκουσα ηρεμία του παρόντος, ενώ απαιτεί στην κατοχή της το έμφυτο ταλέντο, για να μπορεί να μεταδώσει τα υπονοήματα και τα υπονοούμενα στους λοιπούς ακροατές. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως όντως αποτελεί μια ανάγκη διαφυγής από την προσωπική αχρειότητα του καθενός. Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την δική του δυστυχία, καταφεύγει στον σχολιασμό της ξένης δυστυχίας ή στον υποβιβασμό- εξευτελισμό καλύτερα- της γειτνιάζουσας ευτυχίας. Σφετερίζεται την ευτυχία του διπλανού- κατά κάποιο τρόπο- για να αποβάλει την τωρινή αθλιότητα της ζωής του ή ακόμα μειώνει το σθένος της ευτυχίας του διπλανού του, για να φθάσει (o άλλος) στο επίπεδο δυστυχίας της δικής του προσωπικότητας. Όποιος κι αν είναι ο ενδόμυχός/υποσυνείδητος τους στόχος , η ουσία είναι μία : Και τα δύο εκφράζουν ένα είδος ονειροπαρμένης ψευδαίσθησης. Η ευτυχία των διπλανών αποτελούσε πάντοτε σημείο αντιζηλείας και εκνευρισμού για τα άτομα που δεν έχουν την αυτογνωσία να αναγνωρίσουν τα λάθη τους .Δεν έχουν την ικανότητα να υπερπηδήσουν εκείνα τα προβλήματα που θεωρούν ως ανυπέρβλητα, γιατί απλά, η αλήθεια είτε τους τρομάζει είτε τους κουράζει. Οπότε, η καλύτερη λύση είναι η προσφυγή στην τέχνη: Η θετική πλευρά της τέχνης (μουσική, λογοτεχνία κ.τ.λ) απαιτεί κόπο και συγκέντρωση, εξάσκηση και αφοσίωση ( γι’ αυτό και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εκπλήρωση του όρου της αυτογνωσίας ) , ενώ αντίθετα η αρνητική όψη της τέχνης (κουτσομπολιό) το μόνο που απαιτεί είναι αίσθηση της εκτόνωσης και μπόλικη δόση κακίας. Είναι πασιφανές λοιπόν, ποιος δρόμος είναι πιο εύκολος. 'Ετσι, ο εύκολος δρόμος οδηγεί σε δύσκολες καταστάσεις.




 Μέσα από την μνησικακία τους, ένας οχετός παραλύει τις ψυχές των συνανθρώπων τους , ενώ το δηλητήριο που στάζει ,λειτουργεί παλινδρομικά: Επιστρέφει στην πηγή που το δημιούργησε. Η χαιρεκακία μοιάζει με παχύρευστο υγρό , σαν λάβα θα λέγαμε, που σέρνεται με βραδύτητα προς τον ίδιό του τον αφέντη . Κι αν αυτή η λάβα κάψει έστω λίγο τον άνθρωπο που καταδιώκεται, σίγουρα θα κάψει ολότελα αυτόν που καταδιώκει. Και ο πυρακτωμένος κουτσομπόλης, που δαγκώνεται από το φίδι της Κλυταιμνήστρας ( αν θεωρήσουμε πως το φίδι-Ορέστης , παραλληλιστεί με το φίδι-κουτσομπολιό ) είναι τόσο ακρωτηριασμένος που ακόμα και η δυστυχία τον λυπάται. Και η τέχνη του κουτσομπολιού γίνεται το παιδί τους, που θα γίνει με τη σειρά του, το φίδι για να αρπάξει το στήθος της μάνας (Κλυταιμνήστρα ) και να εκδικηθεί το παραστράτημά της. Η τέχνη του κουτσομπολιού, έχει καταντήσει μια υπέρμετρη μορφή ιεροτελεστίας που λιβανίζει όλο τον κόσμο με τις δύσμοιρες θεωρίες του. Κανείς μας δεν μπορεί να αποφύγει την σιχαμερή μυρωδιά που αναδύεται από την σιτεμένη αύρα των ιεροφάντων του. Είναι λοιπόν, αφοπλιστικά οδυνηρό να παρακολουθώ με σφραγισμένο το στόμα, σε ποικιλόμορφες συνάξεις, τον κατακρεουργισμό άγνωστων προσώπων. Πρόσωπα ''σεβάσμια'', με καθαγιασμένη καρδιά ,γδέρνουν κυριολεκτικά με τα λόγια τους, κακοποιούν με την κακία τους, ένα άτομο το οποίο εν αγνοία του δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.


 Εμείς οι επονομαζόμενοι ''Άγιοι'' της λαικής τάξης, παίρνουμε το αντικείμενο της ζήλειάς μας (ίσως έχει καλύτερο σώμα από μας, ίσως έχει καλύτερη τύχη από μας , σίγουρα κάτι μας λείπει το οποίο επιζητάμε να πάρουμε από τον αντίζηλό μας) και το διακοσμούμε με επίθετα που μόνο ένα βρώμικο στόμα μπορεί να ξεστομίσει. Αυτό το στόμα νηστεύει, κάνει δεήσεις και προσεύχεται στον Ύψιστο ενώ έχει την ψευδαίσθηση πως στον οίκο του γαλουχεί τα ιδανικότερα βλαστάρια της κοινωνίας (τραγική ειρωνία). Μα δεν ξέρουν πως η ανώτερη δύναμη που βρίσκεται έξω και μέσα μας, δεν επιζητά τίποτα άλλο από την αγνότητα. Κι αυτή, την χάσαμε. Κι όσο θα προσευχόμαστε στο Θεό για να μας έχει καλά, οι δαίμονες των φοβιών μας θα εξαπολύουν εκείνη την λάβα για να εξοντώσουν όλα τα ζωντανά. Αυτή λοιπόν , η υποκρισία και η θεατρικότητα των πολλαπλών ρόλων, δεν είναι ένα είδος τέχνης;


 Οι μύστες του κουτσομπολιού λοιπόν δεν κρύβουν μέσα τους ένα καλλιτέχνη (;) , μονάχα που παίρνουν τον ρόλο του αρνητικού καλλιτέχνη. Συνεχίστε να ακρωτηριάζετε την προσωπικότητα των συνανθρώπων σας με τα άσεμνά σας λόγια . Δεν θα πάρετε το ρόλο του θύτη, αλλά του θύματος στο τέλος της ιστορίας. Τελική σημείωση : Η εμπειρία της ζωής, μου αποδεικνύει καθημερινώς πως τα λόγια τσακίζουν την υπερηφάνεια (όχι μόνο τα κόκκαλα) με περισσότερη τέχνη απ' ότι οι πράξεις.Τα λόγια κρύβουν μια ανώτερη καλλιτεχνική δύναμη που καμμία πράξη δεν μπορεί να συναγωνιστεί. Οπότε την επόμενη φορά που θα ανοίξετε το στόμα σας για να εξαπολύσετε σφοδρές κατηγορίες για ένα συνάνθρωπό σας, σκεφτείτε: Επιθυμώ να είμαι ένας θετικός ή ένας αρνητικός καλλιτέχνης;

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Σαπουνόφουσκα

Φτάνεις σ’ένα σταθμό και δε θες πια να ταξιδέψεις.
Όσα έζησες κι απόλαυσες σαν μύγες τρίζουν στα αυτιά σου.
Τις πρόσκαιρες σου αναμνήσεις θα αναπολήσεις με μια αίσθηση ξευτίλας.
Μαραίνονται τα συναισθήματα και χάνεται ο ρομαντισμός.
Όχι άλλους ρομαντισμούς , μή μου αναμοχλεύετε!
Μου πουλήσατε ψέματα από την κούνια μου και ακόμα με νανουρίζετε με τις ίδιες ηλιθιότητες.
Αν είχα του κόσμου όλα τα πλούτη και της μοίρας μου το αναπόφευκτο σε ποιόν θα μοίραζα τον πόνο μου;
Νιώθεις το τέλος σε μία ανάσα και αναρωτιέσαι : Πού πήγαν όλοι οι έμπιστοι οι φίλοι και τα χαμόγελα του σαββάτου;
Χάθηκαν σαν έσπασε η σαπουνόφουσκα.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Το κόψιμο της πανακότας

Mία αφορμή γυρεύουν για να μοιράσουν την πανακότα.
Μα δεν μπορείς να δεις την απληστία τους.
Βυθίζεται στα γυαλιά ηλίου.
Κάθεται η μικρή Ελλάς και μοιρολογεί την παλιά της δόξα.
Τα πιόνια καθοδηγούνται φοβισμένα από τρεμάμενα χέρια.
Κόλαφος αυτό το παιχνίδι!
Ο ‘εχθρός’ σφίγγει τα δόντια.
Νομίζεις πως το σκάκι παίζεται για δύο;
Μή γελιέσαι!
Δες την φιγούρα που διαφαίνεται στο προσκήνιο.
Ένας άγνωστος κουστουμιάς γνέφει στον οχτρό.
Τα πιόνια του είναι προσοδοφόρα, τα δικά μας τους είναι σχεδόν άχρηστα.
Να θυμάσαι Ρωμιέ!
Σ’ αυτό το παιχνίδι είναι πιο επικίνδυνοι οι φίλοι παρά οι εχθροί.
Γράφει το σενάριο ο μεγιστάνας φίλος και το εκτελεί ο αφελής εχθρός.
Κι εμείς πιο αφελείς που αγριευόμαστε ομαδικός στον συνταξιδιώτη και όχι στον αγωγιάτη.
Ρύβδην ρέει η ποταπότης!


Εξεγέρθη ο λαός!
Η βόμβα έσκασε στον οχτρό.
Και οι εφημερίδες των επιχειρηματιών το ανήγγειλαν μία μέρα πριν.
Απέκτησαν και μαντικές ικανότητες εκτός από συνδιαλεκτικές!
Και σε ρωτάω αγαπημένε βιοπαλεστή:
Πώς τροφοδοτούνται τα σενάρια τους;
Με το πάθος σου, με την συναισθηματική μου έκρηξη, με τη θόλωση της λογικής.
Εθνικισμός!
Και πώς το πολεμάμε αδερφέ;
Μάθε το παρελθόν, παρακολούθα το παρόν με ανοιχτό το μυαλό και κλειστή την καρδιά.
Αν γουστάρεις να είσαι το πιόνι ακολούθησε τον κραδασμό.
Αν πάλι τολμάς, κίνησε τον εαυτό σου χωρίς εξωτερικές επιδράσεις.
Τολμάς;
Τολμώ;
Σαν κοπεί η πανακότα και χαθούν αμέτρητες ψυχές, να θυμάσαι:
Είχες κι εσύ μερίδιο ευθύνης σ’αυτή τη σφαγή....

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Η κηδεία των μουσών

Απόψε έθαψα τα μάτια σου.
Μου άφησαν το φέρετρο στην πόρτα.
Η κηδεία ήταν λιτή.
Δε θα υπάρξουν μνημόσυνα.
Διακοσμητικές λέξεις δε θα σωθούν.

Άρνη, πάρε με στο βυθό
με της λησμονιάς το νερό να πνιγώ.
Γαίας κι ουρανός σε καταράζονται.

Κι εσύ Ερατώ, πάψε να τραγουδάς!
Της Μελπομένης το μοιρολόγι άκου...
Νεράιδα των μάταιων ερώτων σώπασε επιτέλους!
Χόρεψε μαζί μου το τραγούδι της Ευτέρπης...

Κατάρα.
Τρέφονται από το αίμα μου.
Βρικολάκιασα.
Ηδονή ,παλιά αγαπημένη πού αλωνίζεις;
Με κατασπαράζει το αμείλικτο τους βλέμμα.
Διαολίζεται ,
δρασκελίζει το στενό,
στην κρεβατοκάμαρά μου αγριεύει.

Όλες μαζεμένες με περιγελάνε.
Για ποιόν να ‘ναι η κωμωδία;
Ούτε τόξα κουβαλά ,μήτε είναι χαριτωμένος.
Σαν φόνισσα μοιάζει,
σαν σαδίστρια φοράδα.

Εσείς που καθοδηγείτε τη ψυχή μου,
κρύψτε το χάος μου σε ένα νεκροταφείο,
μαζί με τα ανελέητα μάτια του.
Όμορφες και αχαλίνωτες μου μούσες,
κλέψτε την καρδιά μου.
Άλλο θρήνο δε θ’αντέξει.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Ποίηση, η ίδια η ζωή....

Η ποίηση...
Η μή ρυθμική αντιπαλότητα.
Ακανόνιστη.
Ανισόρροπη γυνή, ανεξέλεγκτη κραυγή.
Άπιαστη πόρνη.
Μινιμαλιστική καντάδα της θλίψης.
Άγευστος ρομαντισμός, άνοστη κορασιά.
Παράφωνη και λερωμένη σεμνότητα.
Μια φωλιά για ερπετά.
Δε δοξάζει την ομορφιά.
Δε ποθεί τα σουρεαλιστικά.
Δεν τη θέλω ελκυστική.
Να είναι μονάχα αληθινή.
Με τα μάτια στο κέντρο της.
Ποίηση, η ίδια η ζωή...
Σκοτεινή.
Στο τέλος ρίξε μια φλόγα να παλέψω το θάνατό μας.
Σ’ αυτό το φως ελπίζω, γι’ αυτή την φυγή ακόμα παλεύουμε.
Ο έρωτας γι΄αλλαγή.